- ήπειρος
- Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική· η Νέα ή. που αποτελείται από τις δύο Αμερικές· η Νεότατη ή., που ονομάζεται και Ωκεανία (γιατί περιλαμβάνει, εκτός από την Αυστραλία, σχεδόν όλα τα νησιά του Ειρηνικού ωκεανού) και η Ανταρκτική ήπειρος ή Ανταρκτίς. Κανονικά μέρη των διαφόρων η. θεωρούνται και τα γειτονικά με αυτές νησιά.
Συχνά ο όρος ή. χρησιμοποιείται λανθασμένα για να καταδείξει ένα από τα μέρη του κόσμου, δηλαδή μικρότερες γεωγραφικές ενότητες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· αυτές είναι επτά: Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Βόρεια Αμερική, Νότια Αμερική, Αυστραλία και Ανταρκτική. Σε αυτές μερικοί γεωγράφοι προσθέτουν την Κεντρική Αμερική, με σύνορα που δεν έχουν καθοριστεί με ακρίβεια. Η ή. με το μεγαλύτερο μέσο ύψος είναι η Ανταρκτική, με 2.600 μ., ενώ εκείνη με το ελάχιστο είναι η Αυστραλία, με 340 μ.
* * *η (AM ἤπειρος, Α και δωρ. τ. ἄπειρος)1. ξηρά, στεριά σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα ή προς τα νησιά («μήτ' ἐν θαλάσσῃ μήτ' ἐν ἠπείρῳ», Αριστοφ.)2. καθεμιά από τις μεγάλες ενότητες τής ξηράς τής γης («οι πέντε ήπειροι»)3. (ως κύριο όνομα) η Ήπειροςη περιοχή μεταξύ τού Ιονίου πελάγους, τού Αμβρακικού κόλπου, τής Θεσσαλίας και τής Δυτικής Μακεδονίας και τών Ακροκεραυνίων ορέωναρχ.1. πεδιάδα, κάμπος2. έκταση γης που σκεπαζόταν από τα νερά τού Νείλου στην περίοδο τής ετήσιας πλημμύρας3. (ως κύριο όνομα) η Δυτική Στερεά Ελλάδα4. φρ. α) «κατ' ἤπειρον» — διά ξηράςβ) «δισσαὶ ἤπειροι» — η Ευρώπη και η Ασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἄπερ-jος, με αντέκταση (ο αιολ. τ. ἄπερρος προέρχεται από τον ίδιο αμάρτυρο τ. με αφομοίωση). Η λ. —εξαιρέσει τού επιθήματος -jos — συνδέεται με γερμ. Ufer «όχθη» και αγγλοσαξ. ōfer, ανάγεται δε σε ΙE *āpero- «όχθη». Η λ. ήπειρος είχε αρχικά τη σημασία «παραλία - στερεά γη» εν αντιθέσει προς τη θάλασσα, αλλ' από τον Ηρόδοτο κ. εξ. δήλωσε την «ήπειρο» σε αντιδιαστολή με τα νησιάαπό εδώ προήλθε και το κύριο όνομα Ήπειρος.ΠΑΡ. ηπειρώτηςαρχ.ηπειρόθεν, ηπειρώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ηπειρογενής(Β' συνθετικό) αρχ. λευκήπειρος, μεσήπειρος].
Dictionary of Greek. 2013.